18/10/11

Μεγαλωνουμε

Σε βλέπω στην κοινωνική δικτύωση.
Κάνεις σιγά-σιγά
ανεπαίσθητες ρυτίδες.
Δένουν όμορφα
με το χαμόγελό σου
όπως τα κυματάκια
-προβατάκια-
στην ήρεμη θάλασσα.

Κι εγώ βγάζω σιγά-σιγά
γκρίζες τρίχες.
Δεν είναι πολλές,
είναι όμως αρκετές
για να παρατηρήσει κανείς
τουλάχιστον την ύπαρξή τους.

Δεν είναι κακό που μεγαλώνουμε
αργά-αργά, γλυκά-γλυκά,
(αλλά και αμείλικτα),
είναι μάλλον φυσιολογικό.

Αυτό που με λυπεί
είναι που μεγαλώνουμε χώρια.

5/10/11

Μέσα στη νύχτα

Στα μισά του δρόμου της ζωής
βρέθηκα σε δάσος σκοτεινό
με τις φωνές των πολιορκημένων
μακρυσμένα ουρλιαχτά, ίσα ν' ακούγονται
στα βάθη του μυαλού μου,
μπερδεμένα με ήχους βορεινούς
σύμφωνα παχιά, φωνήεντα δασέα.

Εδώ δε φτάνει το φως του Φοίβου
υπάρχει μόνο η διαπεραστική δροσιά
του αιώνιου φθινοπώρου,
ημίφως και υγρασία που ευνοούν τις ζυμώσεις,
με επικίνδυνα μανιτάρια να ξεφυτρώνουν
στις πτυχώσεις του μυαλού.

Απόκοσμη ησυχία.
Που πήγαν οι μπυροπότες,
τα ξανθά γένη - κούκλες χλωμές;
Πού πήγαν οι Λατίνοι, οι Ασιάτες, οι μελαμψοί
τόσο κοντά και τόσο μακριά,
τόσο μακριά και τόσο κοντά;
Σ' αυτό το δάσος όμως,
είναι μόνο η σκέψη μου
-ούτε καν εγώ, δεν υπάρχει εγώ-
κι αναζητά μονάχη
το ίδιο πάντα Απόκρυφο Μυστικό.

Ρυθμικά χτυπάει το λάστιχο
πάνω στο κόκκινο τούβλο.
ακολουθεί την αναπνοή.
Πάνε κι έρχονται σπιτάκια με στέγες
σαν από κοριστίστικες παιδικές ζωγραφιές.
Κι αναρωτιέμαι αν μπορούν
να χτιστούν όνειρα [με στέρεες στέγες]
πάνω σε κόκκινο τούβλο
όπως χτίστηκαν σε λευκό μάρμαρο.
Αν μπορεί η πέτρα η χορτα[ρια]σμένη
ν' αντιπαλέψει τη πικρή,
τη δοκιμασμένη, την ξερη.
Τι είναι πιο αδίστακτο άραγε,
ο ήλιος ο άσβεστος
που αποξεραίνει κάθε χυμό
ή η βροχή που διαπερνά,
που διαβρώνει μέχρι τα μύχια;

Νερό, νερό στάσιμο, νερό ρέον,
προορισμένο να καταλήξει
σε θάλασσες κρύες, βόρειες, λασπερές.
Ακολουθώ τη γραμμή του νερού,
που με πάει;
Αν είμαι ρυάκι,
ή έστω παραπόταμος,
-για περισσότερα, ποιος ξέρει-
σε ποια Θάλασσα μου γράφεται να εκβάλλω;

Τρέχω, τρέχω, μέσα στη νύχτα
μέσα στο δάσος
χωρίς να φοβάμαι
-είσαι ασφαλής εδώ, λένε-
χωρίς να ξέρω που ακριβώς πάω
αλλά και χωρίς να μπορώ να χαθώ.
Μακρινές ακούγονται πια
οι σχολαστικές καμπάνες,
του Λούθηρου η συμβολή
στο κινέζικο μαρτύριο του Χρόνου.

Γνωρίζουν καλά οι δρομείς
-όπως κι οι ποδηλάτες-
από ένα σημείο και μετά
δεν υπάρχει πια κούραση,
υπάρχει μόνο Ψυχή και Δρόμος
που γίνονται ένα.
Τα πόδια με το δρόμο,
ο δρόμος με τα δέντρα και το ρυάκι,
η γη και το σκοτάδι της νύχτας
όλα ένα.
Ένας είναι ο Σκοπός,
ψάξε, βρες Τον.

Στ' αυτιά μου αντηχούν
οι κανονιές του Μεσολογγιού
ψηφιακά επεξεργασμένες,
σύγχρονα πολεμικά ανακοινωθέντα
ενός αναίμακτου, στημένου, βρωμερού πολέμου.
Ανταποκρίσεις απ' τη Δύση και την Ανατολή
για την ίδια μοντέρνα τραγωδία
κι οι μηχανές για τη Λύση
από καιρό κομματιασμένες.
Ψάλλει ο καθένας το δικό του κομμάτι
στο μεγάλο παράφωνο χορικό.

Τρέχω, τρέχω,
μέσα στη νύχτα ενός φθινοπώρου
μιας ενδιαφέρουσας εποχής.
Δίνω το στίγμα μου,
είμαι κάπου εδώ
κι ας είναι το εδώ εκεί
λίγο πιο έξω,
αλλά πάντα
μέσα στον ευρύτερο κύκλο
του δράματος.

...

Κάποια στιγμή φτάνει η ώρα της επιστροφής.
Μεταβολή και μαρς
ένα ντους και πίσω στον πεζό προσωπικό αγώνα.
Τους ζυγούς επαναδέσατε...
Κι όμως κάπου εκεί βαθιά
η μυρωδιά της δροσιάς με κυνηγάει,
ένα κομμάτι του νου μου έμεινε στο Δάσος.
Όταν θα πέσω ψόφιος
στο χαμηλό μεγάλο μου κρεβάτι
δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο
-απ' ευθείας σύνδεση
με τη δροσιά της νύχτας-
κάπου προς τα κει θα ταξιδέψω...



(Αποκλειστικό!
Ζωντανή ανταπόκριση
με τα πιο βαθιά
απόκρυφα του μυαλού μου,
ένα βράδυ του φθινοπώρου
στη Γη των Βησιγότθων.

Eißendorf, Hamburg, Deutschland, 05.10.2011)